expectoración - ορισμός. Τι είναι το expectoración
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι expectoración - ορισμός


expectoración      
expectoración
1 f. Acción de expectorar.
2 *Flema o mucosidad expectorada.
expectorar         
verbo trans.
Arrancar y arrojar por la boca las flemas y secreciones que se depositan o producen en los órganos respiratorios.
Expectorar         
Expectorar consiste en arrojar los esputos por la boca.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για expectoración
1. La tos, la expectoración y la disnea o dificultad respiratoria al esfuerzo llegan a ser asumidas por el propio enfermo como "cosas normales del tabaco y de la edad". Esto, según Ancochea, explica en gran medida el infradiagnóstico.
2. Los autores del trabajo, que está a punto de ser publicado en la revista científica American Journal Respiratory and Critical Care Medicine, subrayan que la limpieza del vertido del Prestige "no fue inocua" y que "produjo trastornos respiratorios que han persistido transcurrido un tiempo prolongado desde la exposición". Los investigadores han contrastado en las personas que estuvieron en contacto con el fuel una "mayor prevalencia" de tos y expectoración crónicas, de dificultades respiratorias por la noche y de obstrucción y goteo nasal.
Τι είναι expectoración - ορισμός